παρανικᾷ

παρανικᾷ
παρανικάω
subdue to
pres subj mp 2nd sg
παρανικάω
subdue to
pres ind mp 2nd sg (epic)
παρανικάω
subdue to
pres subj act 3rd sg
παρανικάω
subdue to
pres ind act 3rd sg (epic)
παρανῑκᾷ , παρανικάω
subdue to
pres subj mp 2nd sg
παρανῑκᾷ , παρανικάω
subdue to
pres ind mp 2nd sg (epic)
παρανῑκᾷ , παρανικάω
subdue to
pres subj act 3rd sg
παρανῑκᾷ , παρανικάω
subdue to
pres ind act 3rd sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διακοινώσιμος — η, ο αυτός που πρέπει ή που μπορεί να διακοινωθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Ματθαίο Παρανίκα] …   Dictionary of Greek

  • οδοντόφωνος — η, ο 1. αυτός που προφέρεται με τη βοήθεια τών δοντιών 2. φρ. «οδοντόφωνα σύμφωνα» γραμμ. τα οδοντικά σύμφωνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + φωνος (< φωνή). Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Μ. Παρανίκα] …   Dictionary of Greek

  • παρανικώ — άω, Α κατανικώ, υποδουλώνω, υποτάσσω («θηλυκρατὴς ἀπέρωτος ἔρως παρανικᾷ κνωδάλων», Αισχύλ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”